βαριόμοιρος

βαριόμοιρος
η , ο несчастный, обездоленный, горемычный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "βαριόμοιρος" в других словарях:

  • βαριόμοιρος — και βαρόμοιρος, η, ο αυτός που έχει βαριά μοίρα, κακότυχος …   Dictionary of Greek

  • βαριόμοιρος — η, ο κακόμοιρος, δυστυχισμένος, με μοίρα βαριά: Το βαριόμοιρο παιδί έχασε πολύ μικρό τους γονείς του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαρυδαίμων — βαρυδαίμων, ον (Α) αυτός που έχει βαριά μοίρα, βαριόμοιρος, κακότυχος …   Dictionary of Greek

  • βαρύποτμος — βαρύποτμος, ον (Α) 1. (για πρόσωπα) βαριόμοιρος, δυστυχισμένος 2. (για γεγονότα) βαρύς, θλιβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + πότμος («ό,τι προσπίπτει σε κάποιον τυχαία, μοίρα, πεπρωμένο») < πίπτω] …   Dictionary of Greek

  • βαρύτλητος — βαρύτλητος, ον (Α) 1. βαριόμοιρος, δύστυχος 2. (για συμφορά) ανυπόφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + (θ.)τλᾱ , τλήναι (πρβλ. άτλητος)) …   Dictionary of Greek

  • μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»